- ἐπαγροσύνη
- ἐπαγρ-οσύνη, ἡ,A good luck in hunting, fishing, etc., Theoc.Beren.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαγροσύνη — ἐπαγροσύνη, η (Α) η καλή τύχη στο κυνήγι ή στο ψάρεμα … Dictionary of Greek
ἐπαγροσύνην — ἐπαγροσύνη good luck in hunting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)